στεριά

Greek Monolingual

η, Ν
ξηρά, ήπειρος («στη στεριά δεν ζει το ψάρι», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεά, θηλ. του επιθ. στερεός με συνίζηση].