στηλοκοπώ

Greek Monolingual

-έω, Α
αναγράφω κάτι πάνω σε στήλη με σκοπό την τιμωρία κάποιου, στηλιτεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + -κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλοκοπώ].