αναγράφω
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
Greek Monolingual
(Α ἀναγράφω)
1. χαράζω, γράφω σε στήλη
2. εγγράφω, καταχωρίζω
νεοελλ.
παθ. γνωστοποιούμαι μέσω του τύπου, δημοσιεύομαι
αρχ.
1. γράφω, κάνω μνεία, περιγράφω (διεξοδικά ή σε γενικές γραμμές)
2. δίνω τίτλο σε κάποιο έργο, τιτλοφορώ, ονομάζω
3. σύρω γραμμές, σχηματίζω μαθηματικά σχήματα
4. φέρνω κάτι σε στερεότυπη μορφή, διατυπώνω στερεότυπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + γράφω.
ΠΑΡ. αναγραφή
αρχ.-μσν.
ἀνάγραπτος.