στιλβῶ, -όω, ΝΜΑ στιλβόςκαθιστώ κάτι στιλπνό, κάνω κάτι να λάμπει, δίνω λάμψη σε μια επιφάνεια, γυαλίζω, λουστράρωαρχ.παθ. στιλβοῦμαι, -όομαιακτινοβολώ, λάμπω.