στολίδι

Greek Monolingual

το / στολίδιον ΝΜΑ
νεοελλ.
1. καθετί το οποίο κοσμεί ή διακοσμεί («η κόρη μου είναι το στολίδι του σπιτιού μου»)
2. φρ. «τα στολίδια του αϊνά»
ναυτ. ο τέρμονας
νεοελλ.-μσν.
κόσμημα
αρχ.
δερμάτινο χιτώνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στολή + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. σφαιρίδιον)].