και στύπωμα, το, Ν στουπώνω1. το φράξιμο τρύπας με στουπί2. το στουπί που χρησιμοποιείται για να βουλλώσει κάτι, το βύσμα3. το να στουπώνει κανείς το χειρόγραφο, να τοποθετεί στυπόχαρτο για να απορροφηθεί το μελάνι.