στούπωμα

Greek Monolingual

και στύπωμα, το, Ν στουπώνω
1. το φράξιμο τρύπας με στουπί
2. το στουπί που χρησιμοποιείται για να βουλλώσει κάτι, το βύσμα
3. το να στουπώνει κανείς το χειρόγραφο, να τοποθετεί στυπόχαρτο για να απορροφηθεί το μελάνι.