στρέψη

Greek Monolingual

η / στρέψις, -εως, ΝΜΑ στρέφω
1. στροφή
2. περιστροφή
νεοελλ.
1. φυσ. μορφή καταπόνησης ενός στερεού σώματος όταν δρουν σε αυτό δύο αντίθετα ζεύγη δυνάμεων τα οποία αναπτύσσονται σε παράλληλα επίπεδα
2. ζωολ. εμβρυολογικό φαινόμενο που παρατηρείται στα γαστερόποδα μαλάκια που συνίσταται σε στροφή 180° τών σπλάγχνων της προνύμφης από μια οπίσθια σε μια πρόσθια θέση πίσω από το κεφάλι, έτσι ώστε τα βράγχια και η έδρα να βρίσκονται πάνω από το κεφάλι
3. φρ. α) «ζυγός στρέψης» ή «ζυγός Κουλόμπ» — συσκευή για την εκτίμηση τών μαγνητικής φύσεως δυνάμεων που προκαλούνται από τους μαγνήτες καθώς και τών ηλεκτροστατικών δυνάμεων
β) «στρέψη της μήτρας»
(κτην.) στροφή της μήτρας γύρω από τον επιμήκη άξονά της, η οποία καταλήγει στη μερική ή πλήρη απόφραξη της κολπικής οδού
μσν.
μεταβολή, μετατροπή
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) απάτη.