στρίψιμο

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια του στρίβω, συστροφή, στροφή
2. κλώσιμο νήματος
3. αλλαγή πορείας
4. μτφ. α) τρέλα, παραφροσύνη
β) υπεκφυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έστριψα του στρίβω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο)].