στραβολαιμιάζω

Greek Monolingual

Ν στραβολαίμης
1. στραβώνω τον λαιμό κάποιου, τον πιάνω και του στρίβω τον αυχένα προς μία πλευρά
2. γίνομαι στραβολαίμης από τη συχνή ή πολύωρη στροφή του λαιμού προς την ίδια κατεύθυνση ή από ψύξη
3. πάσχω από συγγενή δυσμορφία του κεφαλιού και του λαιμού.