στρατολάτης
Greek Monolingual
ο, θηλ. στρατολάτισσα Ν
αυτός που του αρέσει να περπατάει πολύ, στρατοκόπος («διαβάτες μου, διαβάτες μου, καλοί μου στρατολάτες», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί του ορθού στρατ-ελάτης < στράτα + -ελάτης / -ηλάτης (< ελαύνω), πρβλ. πρωτολάτης].