στόχαστρο
Greek Monolingual
το, Ν
1. στρ. μεταλλικό τεμάχιο, προσαρμοσμένο σταθερά πάνω από το στόμιο της κάννης φορητών όπλων, το οποίο αποτελεί τμήμα του συστήματος σκόπευσης
2. φρ. «τὸν έχω στο στόχαστρο» — αναμένω την κατάλληλη στιγμή για να τον βλάψω ή για να τον τιμωρήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοχάζομαι + επίθημα -τρο (πρβλ. στέγαστρο). Η λ., στον λόγιο τ. στόχαστρον, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].