συγκεντρωτικός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγκέντρωση
2. φρ. α) «συγκεντρωτικό σύστημα»
(νομ.) η συγκέντρωση στο διοικητικό κέντρο όλων τών εξουσιών και αρμοδιοτήτων
β) «συγκεντρωτικός φακός»
φυσ. φακός που μεταβάλλει μια παράλληλη δέσμη φωτεινών ακτινών σε συγκλίνουσα.
επίρρ...
συγκεντρωτικώς και συγκεντρωτικά Ν
με συγκεντρωτικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεντρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών].