συγκοίμημα

English (LSJ)

-ατος, τό, partner of one's bed, in plural, E.Andr. 1273.

German (Pape)

[Seite 968] τό, das Zusammenschlafen, der Beischläfer, Eur. Andr. 1270.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 action de coucher avec;
2 qui partage la couche avec.
Étymologie: συγκοιμάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκοίμημα -ατος, τό [συγκοιμάομαι] bedgenote, echtgenote.

Russian (Dvoretsky)

συγκοίμημα: ατος τό pl. супруг(а) Eur.

Greek (Liddell-Scott)

συγκοίμημα: τό, τὸ συγκοιμώμενον πρόσωπον, σύνευνος, ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἀνδρ. 1273, πρβλ. Monk εἰς Εὐρ. Ἱππ. 11.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α συγκοιμῶμαι
άτομο που κοιμάται μαζί με άλλο στο ίδιο κρεβάτι, ο σύνευνος.

Greek Monotonic

συγκοίμημα: τό, ο, η σύντροφος στο κρεβάτι, στον πληθ., σε Ευρ.

Middle Liddell

συγκοίμημα, ατος, τό, [from συγκοιμάω]
partner of one's bed, in plural, Eur.