συγχορδία
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 971] ἡ, das Zusammenstimmen der Saiten, Soph. frg. 360.
Russian (Dvoretsky)
συγχορδία: ἡ стройность, гармоничность (πηκτίδος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
συγχορδία: ἡ, ἁρμονία, συμφωνία, Σοφ. Ἀποσπ. 361, Ἀριστόξεν. σ. 22.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
συμφωνία, αρμονία
νεοελλ.
1. η αρμονική συνήχηση δύο ή περισσότερων φθόγγων, κν. ακόρντο
2. μτφ. σύμπτωση απόψεων, ύπαρξη ομοφωνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύγχορδος. Η λ., ως όρος με ειδικότερη σημ. στη Νέα Ελληνική, είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. accord, και μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία].