συνήχηση
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
η / συνήχησις, -ήσεως, ΝΜΑ συνηχῶ
1. γραμμ. η τυχαία ή σκόπιμη παράταξη λέξεων με ομόηχες συλλαβές, η παρήχηση, όπως λ.χ. ο σιγαλός αιγιαλός εγέλα γάλα όλος [Αλ. Ραγκαβής] ή τυφλός τά τ' ὦτα τον τε νοῦν τά τ' ὄμματ' εἶ [Σοφ.]
2. (κυρίως στην αρχ. μετρική) το τυχαίο ή σκόπιμο ομοιοτέλευτο στίχων, όπως λ.χ. δρόμο πάει, π' ανηφοράει να βγει σ' ένα ρημάδι κι όλο τραβάει στραβά, λοξά και πλάι [δημ. τραγούδι] και μέλλοντος Συμεῶνος τοῦ παρόντος αἰῶνος μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος [Ακάθ. Υμν.] και ἠύτε ἔθνεα εἶσι μελισσάων ἁδινάων/ πέτρης ἐκ γλαφυρῆς αἰεὶ νέον ἐρχομενάων [Ομ. Ιλ.]
νεοελλ.
μουσ. η ταυτόχρονη ήχηση δύο ή περισσότερων ήχων από ένα ή περισσότερα όργανα ή περισσότερες φωνές
μσν.-αρχ.
ταυτόχρονη αντήχηση.