συμμητιάομαι
English (LSJ)
take counsel with or together, Il.10.197.
German (Pape)
[Seite 982] dep. med., mit, zusammen beraten, αὐτοὶ γὰρ κάλεον συμμητιάασθαι, Il. 10, 197.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
seul. inf. prés. épq. συμμητιάασθαι;
délibérer ensemble.
Étymologie: σύν, μητιάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-μητιάομαι inf. συμμητιάασθαι, samen beraadslagen of plannen maken.
Russian (Dvoretsky)
συμμητιάομαι: (только эп. inf. συμμητιάασθαι) совместно обсуждать, совещаться Hom.
Greek (Liddell-Scott)
συμμητιάομαι: ἀποθ., σκέπτομαι ὁμοῦ, συσκέπτομαι, αὐτοὶ γὰρ κάλεον συμμητιάασθαι, «κοινῇ γνώμῃ σκέψασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 197.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
συμμητιάομαι: αποθ., σκέπτομαι από κοινού, συσκέπτομαι, συνδιασκέπτομαι, σε Ομήρ. Ιλ.