συμπαρανεύω
English (LSJ)
express assent also, Arist.Rh.1407a37; τοῖς λεγομένοις Aristid.Or.51(27).33.
German (Pape)
[Seite 984] mit od. zugleich zunicken, Beifall geben, Arist. rhet. 3, 5.
French (Bailly abrégé)
donner son assentiment ensemble.
Étymologie: σύν, παρανεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμπαρανεύω [σύν, παρά, νεύω] meeknikken (om instemming te betuigen).
Russian (Dvoretsky)
συμπαρανεύω: давать согласие, соглашаться Arst.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρανεύω: δηλῶ ὡσαύτως συναίνεσιν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 4.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
συμπαρανεύω: μέλ. -σω, εκφράζω επίσης συναίνεση, συγκατατίθεμαι, συμφωνώ, σε Αριστ.