συμπαραπέμπω

English (LSJ)

escort along with others, τὴν παραπομπήν Aeschin.2.168; τοὺς πρέσβεις J.Vit.52, cf. SIG2848.5 (Delph.); τὰν Πυθαιίδα SIG3697G (ibid., ii B.C.); τὸν κῶμον Plu.Alex.67; τὴν ὄψιν σ. τινί follow him with one's eyes, Id.Ages. 32.

German (Pape)

[Seite 984] mit od. zugleich nebenher gehen u. geleiten, Aesch., 2, 168.

French (Bailly abrégé)

amener ou accompagner ensemble : τὴν ὄψιν σ. τινι PLUT suivre qqn du regard.
Étymologie: σύν, παραπέμπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παραπέμπω mede begeleiden of escorteren. meesturen: met dat.. σ. τὴν ὄψιν iem. met de blik volgen Plut. Ages. 32.4.

Russian (Dvoretsky)

συμπαραπέμπω: следовать вместе, сопровождать (τὴν παραπομπήν Aeschin.; τὸν κῶμον Plut.): σ. τὴν ὄψιν τινί Plut. провожать кого-л. глазами.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραπέμπω: παραπέμπω ὁμοῦ, συνοδεύω ὁμοῦ μετ’ ἄλλων, τὴν παραπομπὴν Αἰσχίν. 50. 34· τὸν κῶμον Πλουτ. Ἀλέξ. 67· τὴν ὄψιν σ. τινί, παρακολουθεῖν διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 23.

Greek Monolingual

Α
1. συνοδεύω μαζί με άλλους («συμπαραπέμπων μετὰ τῶν ἡλικιωτῶν... τὴν εἰς Φλιοῦντα παραπομπήν», Αισχίν.)
2. μτφ. προεκτείνω
3. φρ. «συμπαραπέμπω τὴν ὄψιν» — παρακολουθώ με το βλέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παραπέμπω «στέλνω, συνοδεύω»].

Greek Monotonic

συμπαραπέμπω: μέλ. -ψω, συνοδεύω από κοινού με άλλους, ξεπροβοδίζω, τὴνπαραπομπήν, σε Αισχίν.· τὴν ὄψιν συμπαραπέμπω τινί, ακολουθώ κάποιον με τα μάτια μου, τον παρακολουθώ, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. ψω
to escort along with others, τὴν παραπομπήν Aeschin.; τὴν ὄψιν ς. τινί to follow him with one's eyes, Plut.