συναλοάω

English (LSJ)

Ep. aor. -ηλοίησα:—
A thresh out together, trample in pieces (by oxen), Heraclid. ap. Ath.12.524a.
2 grind to powder, crush, Hippon. in PSI9.1089.4, Theoc.22.128, Plu.Marc.15, Opp.C. 1.268, Q.S.11.472, etc.

German (Pape)

[Seite 999] poet. συναλοιάω, mit od. zusammen dreschen, zerschlagen; συνηλοίησε παρήϊα, Theocr. 22, 128; Opp. Cyn. 1, 268.

French (Bailly abrégé)

-οῶ;
déchirer.
Étymologie: σύν, ἀλοάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αλοάω verpulveren. Theocr. Id. 22.128.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰλοάω: (эп. aor. συνηλοίησα)
1 сокрушать, разбивать (τὴν βάσιν τῆς μηχανῆς Plut.);
2 разрывать (παρήϊα Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

συναλοάω: Ἐπικ. ἀόρ. -ηλοίησα· ― ἁλωνίζω ὁμοῦ, συντρίβω, κατασυντρίβω (διὰ βοῶν), Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 524Α. 2) κατασυντρίβω, μέχρι συνηλοίησε παρήια Θεόκρ. 22. 128, Κόϊντ. Σμ. 11. 472, Ὀππ. Κυν. 1. 268, Πλούτ., κλπ.

Greek Monotonic

συνᾰλοάω: αόρ. αʹ -ηλοίησα, αλωνίζω μαζί, αλέθω σε σκόνη, συντρίβω, θρυμματίζω, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

aor1 -ηλοίησα
to thresh out together, to grind to powder, crush, shiver, Theocr.