συνανασκάπτω

English (LSJ)

dig up besides, τοὺς τάφους Str.8.6.23.

German (Pape)

[Seite 1000] mit, auch aufgraben, Strab.

French (Bailly abrégé)

saper et renverser ensemble.
Étymologie: σύν, ἀνασκάπτω.

Greek (Liddell-Scott)

συνανασκάπτω: ἀνασκάπτω ὡσαύτως, προσέτι, τοὺς τάφους συνανασκάπτοντες Στράβ. 381.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
συμμετέχω στην υπονόμευση κάποιου
αρχ.
ανασκάπτω επίσης.

Greek Monotonic

συνανασκάπτω: μέλ. -ψω, σκάβω επίσης, σε Στράβ.

Middle Liddell

fut. ψω
to dig up besides, Strab.