υπονόμευση
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υπονομεύω, διάνοιξη υπονόμου κάτω από το έδαφος, ιδίως για την τοποθέτηση εκρηκτικών υλών
2. μτφ. α) δόλια βλαπτική ενέργεια («η συστηματική υπονόμευση της κυβερνητικής προσπάθειας από την αντιπολίτευση»)
β) δολιοφθορά, σαμποτάζ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπονομεύω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπονόμευσις, μαρτυρείται από το 1881 στον Γ. Αντωνόπουλο].