συναπολείπω

English (LSJ)

A leave behind along with, τινά τινι D.S.19.69:—Pass., BGU1761.10 (i B.C.), Dsc.1.43.
II intr., fail or cease together, Thphr. CP 2.19.3.

German (Pape)

[Seite 1002] mit od. zugleich verlassen, D. Sic.

Russian (Dvoretsky)

συναπολείπω: одновременно оставлять (τινά τινι Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

συναπολείπω: ἀπολείπω ὁμοῦ, συναπέλιπε δ’ αὐτῷ πεζοὺς μὲν ξένους μυρίους, Μακεδόνας δὲ δισχιλίους Διόδ. 19. 69. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐκλείπω ἢ χάνομαι ὁμοῦ, συναπολείπει καὶ τὸ θερμὸν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 3.

Greek Monolingual

Α
1. αφήνω πίσω, εγκαταλείπω συγχρόνως («συναπέλιπε δ' αὐτῷ πεζοὺς μὲν ξένους μυρίους, Μακεδόνας δὲ δισχιλίους», Διόδ.)
2. (αμτβ.) εξαφανίζομαι, εκλείπω μαζί με άλλον.