συναπωθέω

English (LSJ)

help to push off or back, Luc.Tox.19, Orib.47.5.13:—Pass., Arist.Pr.963a20, Gal.6.197 (v.l. συνεπωθέω).

German (Pape)

[Seite 1003] (s. ὠθέω), mit od. zugleich ab-, fort-, wegstoßen, Luc. Tox. 19.

French (Bailly abrégé)

συναπωθῶ :
repousser avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀπωθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναπωθέω [σύν, ἀπωθέω] tegelijk wegstoten.

Russian (Dvoretsky)

συναπωθέω: одновременно отталкивать, оттеснять (ὑπὸ τοῦ πνεύματος συναπωθεῖσθαι Arst.): τοῦ κύματος συναπώσαντος Luc. ввиду напора волны.

Greek Monotonic

συναπωθέω: μέλ. -ήσω, σπρώχνω μακριά από κοινού, απωθώ μαζί με, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συναπωθέω: ἀπωθῶ ὁμοῦ, τοῦ κύματος συναπώσαντος Λουκ. Τόξ. 19. ― Παθητ., Ἀριστ. Πρβλ. 33. 18.

Middle Liddell

fut. ήσω
to push away together, Luc.