συναριθμῶ, -έω, ΝΜΑαριθμώ κάτι μαζί με άλλο, συνυπολογίζωαρχ.1. κατατάσσω κάποιον ή κάτι στην ίδια κατηγορία με κάποιον ή κάτι άλλο2. μέσ. συναριθμοῦμαι, -έομαισυμμετέχω σε πληρωμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀριθμῶ «μετρώ, υπολογίζω» (< ἀριθμός)].