συναριθμώ

Greek Monolingual

συναριθμῶ, -έω, ΝΜΑ
αριθμώ κάτι μαζί με άλλο, συνυπολογίζω
αρχ.
1. κατατάσσω κάποιον ή κάτι στην ίδια κατηγορία με κάποιον ή κάτι άλλο
2. μέσ. συναριθμοῦμαι, -έομαι
συμμετέχω σε πληρωμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀριθμῶ «μετρώ, υπολογίζω» (< ἀριθμός)].