συνεκπολεμόω

English (LSJ)

excite to war together, αὐτὸν (sc. Ἰουστινιανὸν) Πέρσαις Anon. ap. Suid. s.v. πολεμῶσαι:—Pass., become hostile together, πρὸς ἀλλήλους Plu.2.380b.

German (Pape)

[Seite 1013] mit oder zugleich verfeinden, συνεκπ ολεμούμενοι πρὸς ἀλλήλους, Plut. ls. et Osir. 72.

French (Bailly abrégé)

συνεκπολεμῶ :
exciter ensemble à se faire la guerre.
Étymologie: σύν, ἐκπολεμόω.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπολεμόω: ἐξεγείρω, παρακινῶ τινα ὅπως καταστῇ πολέμιος τινι, διεγείρω αὐτὸν εἰς πόλεμον ἐναντίον τινός, τινά τινι παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. πολεμῶσαι· ― Παθ., γίνομαι πολέμιος, πρὸς ἀλλήλους Πλούτ. 2. 380Β.

Russian (Dvoretsky)

συνεκπολεμόω: делать враждебным, ссорить (συνεκπολεμούμενοι πρὸς ἀλλήλους Plut.).