συνεπεγείρω

Greek (Liddell-Scott)

συνεπεγείρω: ἐπεγείρω ἀπὸ κοινοῦ ἐναντίον τινός, τοὺς λοιποὺς συνεπήγειρας Βασίλ. τ. 3, σ. 228Α· συνεπηγείροντο δ’ ἀῆται Χρησμ. Σιβ. 1, 220, Νικήτ., κλπ.

Greek Monolingual

ΜΑ
διεγείρω από κοινού εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεγείρω «ξεσηκώνω, διεγείρω»].

German (Pape)

(ἐγείρω), mit wogegen erregen, Sp.