συνύπαρξη
Greek Monolingual
η / συνύπαρξις, -άρξεως ΝΜΑ συνυπάρχω
ταυτόχρονη ύπαρξη δύο ή περισσότερων προσώπων ή πραγμάτων
νεοελλ.
1. (φιλοσ.) η ταυτόχρονη παρουσία πολλών αντικειμένων, διαδικασιών, φαινομένων της αντικειμενικής πραγματικότητας χωρίς να είναι καθορισμένο το είδος τών σχέσεων τους
2. αρμονική συμβίωση δύο ή περισσότερων προσώπων
3. φρ. «ειρηνική συνύπαρξη»
(πολ.-διεθν. δίκ.) αρχή της εξωτερικής πολιτικής που προβλήθηκε έντονα κατά την περίοδο 1960-1990 και σύμφωνα με την οποία τα κράτη, ιδίως εκείνα που ανήκουν σε διαφορετικά κοινωνικο-οικονομικά συστήματα, δεν πρέπει να καταφεύγουν, για την επίλυση τών μεταξύ τους διαφορών και εκκρεμών προβλημάτων, στη χρήση βίας ή στην απειλή με προσφυγή στην βία, αλλά να χρησιμοποιούν τον διάλογο και τις ειρηνικές διαπραγματεύσεις και να συμβιώνουν ειρηνικά αναπτύσσοντας τις αμοιβαίες ανταλλαγές υλικών αγαθών και πνευματικών αξιών.