σφαγίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, sacrificial knife, E.El.811, 1142, D.H.7.72, Polyaen.3.9.40.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 couteau pour les sacrifices;
2 couteau de cuisine.
Étymologie: σφάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαγίς -ίδος, ἡ [σφαγή] offermes. slachtmes (van een kok). AP 6.306.4.

German (Pape)

ίδος, ἡ, Schlachtmesser, Opfermesser, Eur. El. 811, 1142; überhaupt Küchenmesser, Polyaen. 3.9.40.

Russian (Dvoretsky)

σφᾰγίς: ίδος (ῐ) ἡ жертвенный нож Eur., Anth.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. μαχαίρι που χρησιμοποιείται σε θυσίες
2. (γενικά) μαχαίρι
3. (κατά τον Ησύχ.) «σφαγίς
τὸ προκάρδιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαγή + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. λαβίς)].

Greek Monotonic

σφᾰγίς: -ίδος, ἡ (σφάζω), μαχαίρι με το οποίο τελείται ιερή προσφορά, με το οποίο σφαγιάζεται το ιερό θύμα, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰγίς: -ίδος, ἡ, μάχαιρα θυτική, Εὐριπ. Ἠλέκ. 811, 1142· καθόλου, μάχαιρα, Πολύαιν. 3. 9, 40. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφαγίς· τὸ προκάρδιον».

Middle Liddell

σφᾰγίς, ίδος, ἡ, σφάζω
a sacrificial knife, Eur.

English (Woodhouse)

sacrificial knife