σφυριχτός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν σφυρίζω
1. αυτός που γίνεται με σφύριγματραγούδι σφυριχτό»)
2. αυτός που σφυρίζει («με ανέμους / που σφυριχτοί φυσούσανε», Εφταλ. Οδ.)
3. μτφ. (για χτύπημα) σβουριχτός, ισχυρός και ξαφνικός.
επίρρ...
σφυριχτά Ν
με σφύριγμα.