-ή, -ό, Ν σφυρίζω1. αυτός που γίνεται με σφύριγμα («τραγούδι σφυριχτό»)2. αυτός που σφυρίζει («με ανέμους / που σφυριχτοί φυσούσανε», Εφταλ. Οδ.)3. μτφ. (για χτύπημα) σβουριχτός, ισχυρός και ξαφνικός. επίρρ...σφυριχτά Νμε σφύριγμα.