σχηματοποιώ

Greek Monolingual

σχηματοποιῶ, -έω, ΝΜΑ
δίνω τη σχηματική παράσταση ενός αντικειμένου, παριστάνω κάτι με σχήματα
νεοελλ.
1. δίνω σε κάτι σχηματική μορφή
2. παριστάνω ένα αντικείμενο σχηματικά, σε γενικές γραμμές, χωρίς να επιμένω στην απόδοση λεπτομερειών
αρχ.
1. δίνω σχήμα ή μορφή σε κάτι, σχηματίζω
2. (μέσ. και παθ.) σχηματοποιοῦμαι, -έομαι
α) παριστάνω κάτι κάνοντας χειρονομίες, κάνω παντομίμα
β) παίρνω ένα ορισμένο σχήμα ή μια ορισμένη στάση, θέση
γ) (ρητ.) έχω ιδιαίτερο, ατομικό ύφος έκφρασης
3. φρ. «σχηματοποιοῦσα γραμμή» — γραμμή η οποία παριστάνει κάτι σχηματικά (Πρόκλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχῆμα, -ήματος + -ποιῶ (< -ποιός), πρβλ. συστηματοποιώ].