σωληνώνω

Greek Monolingual

σωληνῶ, -όω, ΝΑ σωλήν, -ῆνος]
νεοελλ.
1. τοποθετώ σωλήνα
2. συνδέω με σωλήνα
3. προσδίδω σχήμα σωλήνα
αρχ.
παθ. σωληνοῦμαι, -όομαι
χρησιμεύω ως σωλήνας.