σωματοπλόκος

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που προέρχεται από εναγκαλισμούς, από μπλέξιμο τών μελών τών σωμάτων («ἡδοναῖς πλεκόμενοι σωματοπλόκοις», Γρηγ. Ναζ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολοπλόκος.