μπλέξιμο

From LSJ

Greek Monolingual

το
1. μπέρδεμα, το να εμπλέκεται κανείς σε κάτι, εμπλοκή, περιπλοκή
2. (κατ' επέκτ.) δημιουργία ερωτικής σχέσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπλέκω (αόρ. -μπλεξ-α) + κατάλ. -ιμο].