οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι → those living in an oligarchy or a tyranny
το1. μπέρδεμα, το να εμπλέκεται κανείς σε κάτι, εμπλοκή, περιπλοκή2. (κατ' επέκτ.) δημιουργία ερωτικής σχέσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < μπλέκω (αόρ. ἔ-μπλεξ-α) + κατάλ. -ιμο].