Φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Fear old age, for it never comes alone
το1. μπέρδεμα, το να εμπλέκεται κανείς σε κάτι, εμπλοκή, περιπλοκή2. (κατ' επέκτ.) δημιουργία ερωτικής σχέσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < μπλέκω (αόρ. ἔ-μπλεξ-α) + κατάλ. -ιμο].