σύνθλιψις

English (LSJ)

-εως, ἡ, compression, Arist.Resp.472b1: metaph., ἔπους (e.g. ὑπέκ) Longin.10.6.

German (Pape)

[Seite 1025] ἡ, das Zusammenquetschen, Schol. Il. 15, 624.

Greek (Liddell-Scott)

σύνθλιψις: ἡ, θλῖψις, συμπίεσις, Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 4, 9· μεταφορ., ἔπους Λογγῖν. 10. 6. ΙΙ. θλῖψις, λύπη, στενοχωρία, Θεόδ. Στουδ. σ. 301Α.

Russian (Dvoretsky)

σύνθλιψις: εως ἡ сжимание, сдавливание Arst.

Greek Monolingual

η / σύνθλιψις, -ίψεως, ΝΜΑ συνθλίβω
συμπίεση, ζούληγμα
νεοελλ.
τσαλάκωμα
μσν.
μτφ. μεγάλη θλίψη, έντονη στενοχώρια.

Translations

Bulgarian: свиване, сгъстяване; Catalan: compressió; Czech: stlačení, komprese; Danish: kompression, komprimering, sammenpresning; Dutch: compressie, comprimering; Finnish: puristaminen; Georgian: კუმშვა, შეკუმშვა; German: Kompression, Komprimierung; Indonesian: kompresi; Italian: compressione; Polish: kompresja; Portuguese: compressão, compactação; Russian: сжатие; Tagalog: tipil; Turkish: sıkıştırma, deriştirme