τάσις
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ, (τείνω)
A stretching, tension, τῆς κοιλίης f.l. in one cod. for στάσις, Hp.Acut.37; τοῦ οἰσοφάγου Arist.PA691a1, cf. 664a32; τάσιν ἔχειν to be capable of tension, Id.HA515b16,al.; ὀφρύων τ. contraction of the eyebrows, AP12.42 (Diosc.); of tension accompanying inflammation, Sor.2.19, Gal.10.66.
2 extension, τ. ἐπὶ μῆκος καὶ ἐπὶ πλάτος Arist.HA495b23.
3 τάσεις τῆς φωνῆς pitch of the voice, Stoic.2.96; in music, Plu.2.1020e, cf. 1133c; of the accents, τάσεις φωνῆς αἱ καλούμεναι προσῳδίαι D.H.Comp.19; ὀξεῖα τ. Ath.2.53a.
4 intensity, force, τάσιν λαβεῖν, of darts, Plu.Sull.18.
5 fixing of the eyes upon an object, Lib.Or.61.9.
II = tentigo, Glossaria
2 = menta, ib. (also written tarsis, ib.).
German (Pape)
[Seite 1072] εως, ἡ, Spannung, Anspannung, Ausdehnung; πεδίων, Eur. Bacch. 748; ὀφρ ύων, das Emporziehen der Augenbrauen, Diosc. 3 (XII, 42); φωνῆς, Plut. stoic. repugn. 28; τάσιν λαβεῖν, von Geschossen, Sull. 18.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
tension (d'un membre, d'un muscle, etc.) : φωνής PLUT tension ou élévation de la voix ; fig. effort.
Étymologie: τείνω.
Russian (Dvoretsky)
τάσις: εως (ᾰ) ἡ τείνω
1 растягивание, растяжение (τοῦ οἰσοφάγου Arst.);
2 растяжимость: τάσιν ἔχειν Arst. быть растяжимым;
3 стягивание, сдвигание (ὀφρύων Anth.);
4 напряжение (τῆς φωνῆς Plut.): τάσιν λαβεῖν Plut. приобрести стремительность;
5 протяжение (ἐπὶ μῆκος Arst.);
6 грам. напряжение, ударение: βαρεῖαι τάσεις καὶ ὀξεῖαι тяжелые и острые ударения.
Greek (Liddell-Scott)
τάσις: [ᾰ], εως, ἡ, (τείνω) τέντωμα, τῆς κοιλίης Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389· τοῦ οἰσοφάγου Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4. 11, 4, πρβλ. 3. 3, 4· τάσιν ἔχω, ἐπιδέχομαι τάσιν, τέντωμα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 1, κ. ἀλλ.· ὀφρύων τ., ὕψωσις τῶν ὀφρύων, Ἀνθ. Π. 12. 42. 2) τὸ ἐκτείνειν, τ. ἐπὶ μῆκος καὶ ἐπὶ πλάτος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 16· ἡ τῆς φωνῆς τ., ὕψωσις, ἰσχυροποίησις τῆς φωνῆς, Πλούτ. 2. 1047Α· ὕψωσις τοῦ τόνου ἢ φθόγγου ἐν τῇ μουσικῇ, ὁ αὐτ. 2. 1020Ε· ἐπὶ τῆς ὀξείας τάσεως, δηλ. τοῦ τόνου, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 11, πρβλ. 158, Ἀθήν. 53Α. 3) ἔντασις, δύναμις, τάσιν λαβεῖν, ἐπὶ βελῶν, Πλουτ. Σύλλ. 18.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, ΜΑ
βλ. τάση.
Greek Monotonic
τάσις: [ᾰ], -εως, ἡ (τείνω), τέντωμα, ένταση, δύναμη, σε Πλούτ.· ὀφρύων τάσις, ύψωμα των φρυδιών, σε Ανθ.
Middle Liddell
τᾰ́σις, εως, τείνω
tension, intensity, force, Plut.; Ὀφρύων τ. a raising of the eye-brows, Anth.
Mantoulidis Etymological
(=τέντωμα, δύναμη). Ἀπό τό τείνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.