τήλιστος

English (LSJ)

η, ον, (τηλοῦ) Sup. without Posit. or Comp.. farthest, most remote, Parth.Fr.8 (-ίτων codd. St. Byz.), v.l. (ap.Eust.) for τρίλλιστος in D.P.485: neut. τήλιστα as adverb, farthest, Orph.A.181; cf. τηλωπός) 1.

German (Pape)

[Seite 1107] einzeln stehender superl. zu τηλοῦ, der Fernste, u. adv. τήλιστον u. τήλιστα, in weitester

Greek (Liddell-Scott)

τήλιστος: -η, -ον, (τηλοῦ) ὑπερθετ. ἄνευ θετικοῦ ἢ συγκρ. ἐν χρήσει, μακρότατα ἀπέχων, ἀπώτατος, διάφ. γραφ. παρὰ Διον. Π. 485, ἀντὶ τρίλλιστος· οὐδ. τήλιστον, τήλιστα, ὡς ἐπίρρ., πορρωτάτω, Ὀρφ. Ἀργ. 179. 1186.

Greek Monolingual

-ίστη, -ον, Α
πάρα πολύ μακρινός, απώτατος.
επίρρ...
τήλιστα Α
πολύ μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τήλιστα < τῆλε, κατά το ἄγχ-ιστα, ενώ, το επίθ. τήλιστος σχηματίστηκε από το επίρρ.].