τίλση

Greek Monolingual

η / τίλσις, -εως, ΝΑ τίλλω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τίλλω, βίαιη απόσπαση, κυρίως τριχών, μάδημα
νεοελλ.
1. (σχετικά με ύφασμα) ξέφτισμα, κουρέλιασμα
2. λανάρισμα
αρχ.
(σχετικά με χόρτα) εκρίζωση, ξερίζωματίλσις χόρτου», πάπ.).