ξέφτισμα

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek Monolingual

και ξέφτυσμα, το ξεφτίζω / ξεφτύζω]]
1. το αποτέλεσμα του ξεφτίζω, η φθορά, η τριβή της άκρης του υφάσματος και η δημιουργία ξεφτιών
2. μτφ. πνευματικός, ηθικός ή οικονομικός ξεπεσμός, φθορά, παρακμή, χρεωκοπία.