τανυσίπτερος
English (LSJ)
τανυσίπτερον, = τανύπτερος (with extended wings, long-winged), ὄρνιθες Od.5.65, cf. Hes.Op. 212, Alc.84; κίχλαι Od.22.468; ἀλκυόνες Ibyc.8; οἰωνός h.Merc. 213; χελιδών Ar.Av.1411 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1067] = τανύπτερος; ὄρνιθες, κίχλαι, Od. 5, 65. 22, 468; οἰωνός, H. h. Merc. 213; ὄρνις, Hes. O. 214 Th. 525; Ar. Av. 1412. 1415; δίκα, Mesomed. 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. τανυπτέρυξ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰνῠσίπτερος: Hom., HH, Hes., Arph. = τανύπτερος.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνῠσίπτερος: -ον, = τανύπτερος, τανυπτέρυξ, ὄρνιθες Ὀδ. Ε. 65, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 210· κίχλαι Ὀδ. Χ. 468· ἀλκυόνες Ἴβυκ. 7· οἰωνὸς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 213· χελιδὼν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1411.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ον, ΝΜΑ
βλ. τανύπτερος.
Greek Monotonic
τᾰνῠσίπτερος: -ον (τανύω, πτερόν), αυτός που έχει ανοιγμένα φτερά, μακριές πτέρυγες, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Αριστοφ.
Middle Liddell
τᾰνῠσί-πτερος, ον, τανύω, πτερόν
with extended wings, long-winged, Od., Hes., Ar.