ταπεινότητα

Greek Monolingual

η /ταπεινότης, -ητος, ΝΜΑ ταπεινός
(με αρνητική σημ.) η ιδιότητα του ταπεινού, ευτέλεια ψυχής, ποταπότητα
νεοελλ.
μετριοφροσύνη, σεμνότητα («η ταπεινότητά μου» — τυπική έκφραση μετριοφροσύνης που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα οι πατριάρχες αντί της λ. εγώ)
αρχ.
1. το να είναι κάτι χαμηλό ή να βρίσκεται χαμηλά («διὰ τὴν σμικρότητα καὶ ταπεινότητα... τῆς μήτρας», Πλούτ.)
2. ηθική κατάπτωση, εξευτελισμός
3. αθυμία, κατήφεια
4. (για λεκτικό ύφος) αυτός που στερείται ποιότητας.