ταχυκίνητος

English (LSJ)

[ῑ], ον, moving quickly, Gal.19.631, Porph.in Harm. p.240 W., Adam.2.45.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχῠκίνητος: -ον, ὁ ταχέως κινούμενος, Πολέμωνος Φυσιογν. σ. 284, Πορφ., κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / ταχυκίνητος, -ον, ΝΑ
αυτός που κινείται με ταχύτητα, ευκίνητος, γοργοκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + κινητός (< κινῶ), πρβλ. βραδυκίνητος].