Ν
1. τεντώνω κάτι, το τεντώνω όσο παίρνει («τεζάρω το σχοινί»)
2. μένω ακίνητος, πεθαίνω
3. (μτχ. παθ. παρακμ.) τεζαρισμένος, -η, -ο
α) πολύ τεντωμένος, άκαμπτος
β) αναίσθητος, λιπόθυμος ή νεκρός («τον βρήκανε τεζαρισμένο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tesare (βλ. και τέζα)].