τέζα

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

Ν·(άκλ. επίθ. και για τα τρία γένη ή σε επιρρμ. χρήση)
1. τεντωμένος, αλύγιστος (α. «έδεσε τέζα το σχοινί» β. «το σχοινί είναι τέζα»)
2. ο τελείως γεμάτος, ο υπερπλήρης (α. «γέμισες τέζα το σακί» β. «το λεωφορείο ήταν τέζα»)
3. φρ. α) «έπεσε τέζα» ή «έμεινε τέζα» — λιποθύμησε ή έπεσε νεκρός
β) «τήν έκανα τέζα»
(ενν. την κοιλιά) παράφαγα, φούσκωσα
γ) «είναι [ή έγινε] τέζα στο μεθύσι» — ήπιε πολύ, μέθυσε ώσπου έχασε τις αισθήσεις του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tesa «ένταση, τέντωμα»].