τέζα
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek Monolingual
Ν·(άκλ. επίθ. και για τα τρία γένη ή σε επιρρμ. χρήση)
1. τεντωμένος, αλύγιστος (α. «έδεσε τέζα το σχοινί» β. «το σχοινί είναι τέζα»)
2. ο τελείως γεμάτος, ο υπερπλήρης (α. «γέμισες τέζα το σακί» β. «το λεωφορείο ήταν τέζα»)
3. φρ. α) «έπεσε τέζα» ή «έμεινε τέζα» — λιποθύμησε ή έπεσε νεκρός
β) «τήν έκανα τέζα»
(ενν. την κοιλιά) παράφαγα, φούσκωσα
γ) «είναι [ή έγινε] τέζα στο μεθύσι» — ήπιε πολύ, μέθυσε ώσπου έχασε τις αισθήσεις του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tesa «ένταση, τέντωμα»].