τελεόστεος

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τελεόστεοι
ζωολ. η πολυπληθέστερη και πιο εξελιγμένη ανθυφομοταξία ακτινοπτερύγιων οστεοϊχθύων, στην οποία ανήκουν 20.000 περίπου αρτίγονα είδη καταταγμένα σε 24 τάξεις, με ευρύτατη διάδοση σε όλες τις θάλασσες και όλα τα γλυκά νερά, μεταξύ τών οποίων συγκαταλέγονται μεγάλης οικονομικής αξίας αλιεύματα, όπως είναι ο τόνος, η ρέγγα, η σαρδέλα, ο μπακαλιάρος, ο σολομός κ.ά., και τών οποίων κύριο ανατομικό διακριτικό γνώρισμα είναι το ομόκερκο ουραίο πτερύγιό τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. teleostei (< τέλος + ὀστέον / ὀστοῦν)].