τετράλεκτος

Greek (Liddell-Scott)

τετράλεκτος: -ον, ὁ τετράκις λεγόμενος, ἐπαναλαμβανόμενος, τὰ τετράλεκτα, ᾠδαί τινες τετράκις ἐπαναλαμβανόμεναι, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 291, 21.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που επαναλαμβάνεται τέσσερεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + λεκτός (< λέγω), πρβλ. τρίλεκτος].