Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τετράχειρος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν 1. αυτός που έχει τέσσερα χέρια 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετράχειρα παλαιότερος χαρακτηρισμός πιθήκων επειδή χρησιμοποιούν και τα τέσσεραάκρα ως χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ.<τετρ(α)- + -χειρος (<χείρ, χειρός «χέρι»), πρβλ. δίχειρος].