τετρασύλλαβος
English (LSJ)
τετρασύλλαβον, of four syllables, Luc.Gall.29; πόδες Heph.3.3. Adv. τετρασυλλάβως Phryn.PS p.16 B., St.Byz. s.v. Τελμησσός.
German (Pape)
[Seite 1099] viersylbig, Luc. gall. 29.
Russian (Dvoretsky)
τετρᾰσύλλᾰβος: четырехсложный Luc.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰσύλλᾰβος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων συλλαβῶν συγκείμενος, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 29. - Ἐπίρρ. τετρασυλλάβως Φρύνιχ. Ἀράβιος ἐν Α. Β. 11. 1., 67, 2 ἐν λ. τονθορύζειν.
Greek Monolingual
-η, -ο / τετρασύλλαβος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αποτελείται από τέσσερεις συλλαβές («τετρασύλλαβη λέξη»).
επίρρ...
τετρασυλλάβως Α
με τέσσερεις συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. δισύλλαβος].