τετραώδιο

Greek Monolingual

και τετράωδο, το / τετραῴδιον και τετράῳδον, ΝΜ
(στην εκκλησιαστική υμνολογία) κανόνας που αποτελείται από τέσσερεις ωδές και ψάλλεται συνήθως τα Σάββατα, ιδίως της Σαρακοστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ῴδιον (< -ῳδός < ῳδή), πρβλ. τριῴδιον].