τηγάνι

Greek Monolingual

το / τηγάνιον, ΝΜΑ τήγανον
ρηχό, στρογγυλό, μεταλλικό μαγειρικό σκεύος με μακριά λαβή
νεοελλ.
περιφραγμένη αβαθής επιφάνεια σε αλυκή, για την εξάτμιση του θαλασσινού νερού και τη συγκέντρωση του αλατιού.