τηγάνιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Dim. of τήγανον, dub. cj. in Telecl.10: τυγάνιον in POxy.1290.4 (v A.D.) may be a different word.
German (Pape)
[Seite 1105] τό, dim. von τήγανον, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τηγάνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τήγᾰνον, τὰ δὲ τηγάνια σίζοντά σοι μολύνεται Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀψευδέσιν» 1.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. τηγάνι.